- ζακέ
- το , ζακές ο фрак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζακές — ο και ζακέ, το είδος επίσημου ανδρικού εξωτερικού ενδύματος, σχιστού στο πίσω μέρος, που φθάνει περίπου ώς την κάμψη τών γονάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jaque μάλλον παρά jaquette (πρβλ. και ζακέτα)] … Dictionary of Greek
Τσίμπτσα — (Chibcha). Ομάδα λαών της Αμερικής, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένοι από την Κόστα Ρίκα έως το Περού και αποτελούν ακόμα και σήμερα, προπάντων στην Κολομβία, το εθνικό υπόστρωμα των περιοχών αυτών. Οι Τ. έγιναν γνωστοί στην Ευρώπη από τον θρύλο του … Dictionary of Greek